Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γήρως
γήτειον
γῄτης
Γίγαντες
Γιγαντομαχίᾱ
Γιγαντοφόνος
γίγαρτον
γίγγλυμος
γίγνομαι
γιγνώσκω
γῑ́νομαι
γλαγερός
γλάγος
γλακτοφάγος
γλάμων
γλαρίς
γλαυκιάω
γλαυκόμματος
γλαυκός
γλαυκότης
γλαυκόχρως
View word page
γῑ́νομαι
γῑ́νομαιIon. and dial.mid.vbseeγίγνομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γῑ́νομαι
Headword (normalized):
γῑ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
γινομαι
IDX:
17794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17795
Key:
γῑ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>γῑ́νομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>γῑ́νομαι</HL><PS>Ion. and dial.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>γίγνομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'γῑ́νομαι'}