Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήρως
γήτειον
γῄτης
Γίγαντες
Γιγαντομαχίᾱ
Γιγαντοφόνος
γίγαρτον
γίγγλυμος
γίγνομαι
γιγνώσκω
γῑ́νομαι
γλαγερός
γλάγος
γλακτοφάγος
γλάμων
γλαρίς
γλαυκιάω
γλαυκόμματος
View word page
γίγγλυμος
γίγγλυμοςουmjointin a cavalryman's cuirass, allowing arm-movementX.

ShortDef

a hinge joint: a joint in a coat of mail

Debugging

Headword:
γίγγλυμος
Headword (normalized):
γίγγλυμος
Headword (normalized/stripped):
γιγγλυμος
IDX:
17791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17792
Key:
γίγγλυμος

Data

{'headword_display': '<b>γίγγλυμος</b>', 'content': "<NE><HG><HL>γίγγλυμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>joint<Expl>in a cavalryman's cuirass, allowing arm-movement</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>", 'key': 'γίγγλυμος'}