Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γήρῡμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήρως
γήτειον
γῄτης
Γίγαντες
Γιγαντομαχίᾱ
Γιγαντοφόνος
γίγαρτον
γίγγλυμος
γίγνομαι
γιγνώσκω
γῑ́νομαι
γλαγερός
γλάγος
γλακτοφάγος
γλάμων
γλαρίς
γλαυκιάω
View word page
γίγαρτον
γίγαρτονουn grape-pipSimon. Ar.

ShortDef

a grape-stone

Debugging

Headword:
γίγαρτον
Headword (normalized):
γίγαρτον
Headword (normalized/stripped):
γιγαρτον
IDX:
17790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17791
Key:
γίγαρτον

Data

{'headword_display': '<b>γίγαρτον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γίγαρτον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>grape-pip</Tr><Au>Simon. Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γίγαρτον'}