Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γηροκομίᾱ
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφος
γήρῡμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήρως
γήτειον
γῄτης
Γίγαντες
Γιγαντομαχίᾱ
Γιγαντοφόνος
γίγαρτον
γίγγλυμος
γίγνομαι
γιγνώσκω
γῑ́νομαι
γλαγερός
γλάγος
View word page
γῄτης
γῄτηςουmγῆ man of the soilfarmerS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γῄτης
Headword (normalized):
γῄτης
Headword (normalized/stripped):
γητης
IDX:
17786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17787
Key:
γῄτης

Data

{'headword_display': '<b>γῄτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γῄτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>γῆ</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>man of the soil</Def><Tr>farmer</Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γῄτης'}