Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γηροκομέω
γηροκομίᾱ
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφος
γήρῡμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήρως
γήτειον
γῄτης
Γίγαντες
Γιγαντομαχίᾱ
Γιγαντοφόνος
γίγαρτον
γίγγλυμος
γίγνομαι
γιγνώσκω
γῑ́νομαι
γλαγερός
View word page
γήτειον
γήτειονουn onionAr. Call.

ShortDef

a leek

Debugging

Headword:
γήτειον
Headword (normalized):
γήτειον
Headword (normalized/stripped):
γητειον
IDX:
17785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17786
Key:
γήτειον

Data

{'headword_display': '<b>γήτειον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γήτειον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>onion</Tr><Au>Ar. Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γήτειον'}