Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γηροβοσκός
γηροκομέω
γηροκομίᾱ
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφος
γήρῡμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήρως
γήτειον
γῄτης
Γίγαντες
Γιγαντομαχίᾱ
Γιγαντοφόνος
γίγαρτον
γίγγλυμος
γίγνομαι
γιγνώσκω
γῑ́νομαι
View word page
γήρως
γήρωςAtt.gen.seeγῆρας

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γήρως
Headword (normalized):
γήρως
Headword (normalized/stripped):
γηρως
IDX:
17784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17785
Key:
γήρως

Data

{'headword_display': '<b>γήρως</b>', 'content': '<XE><RefFm>γήρως<LblR>Att.gen.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>γῆρας</Ref></XR> </XE>', 'key': 'γήρως'}