Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γήρανσις
γῆρας
γηράσκω
γηροβοσκέω
γηροβοσκός
γηροκομέω
γηροκομίᾱ
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφος
γήρῡμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήρως
γήτειον
γῄτης
Γίγαντες
Γιγαντομαχίᾱ
Γιγαντοφόνος
γίγαρτον
View word page
γήρῡμα
γήρῡμα
dial.γᾱ́ρῡμα
ατοςnγηρύω
soundapp. of singingAlcm.pl.of a trumpetA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γήρῡμα
Headword (normalized):
γήρῡμα
Headword (normalized/stripped):
γηρυμα
IDX:
17780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17781
Key:
γήρῡμα

Data

{'headword_display': '<b>γήρῡμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γήρῡμα</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>γᾱ́ρῡμα</FmHL></DL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>γηρύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>sound<Expl>app. of singing</Expl></Tr><Au>Alcm.<LblR>pl.</LblR></Au><nS2><Indic>of a trumpet</Indic><Au>A.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'γήρῡμα'}