Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γήπεδον
γηραιός
γηραλέος
γήρανσις
γῆρας
γηράσκω
γηροβοσκέω
γηροβοσκός
γηροκομέω
γηροκομίᾱ
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφος
γήρῡμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήρως
γήτειον
γῄτης
Γίγαντες
View word page
γηρο-κόμος
γηρο-κόμοςουmκομέω ref. to a sonprovider of old-age carefor a parentHes.

ShortDef

tending old age

Debugging

Headword:
γηροκόμος
Headword (normalized):
γηροκόμος
Headword (normalized/stripped):
γηροκομος
IDX:
17777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17778
Key:
γηροκόμος

Data

{'headword_display': '<b>γηρο-κόμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γηρο-κόμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κομέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>ref. to a son</Indic><Tr>provider of old-age care<Expl>for a parent</Expl></Tr><Au>Hes.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γηροκόμος'}