Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γήλοφος
γῆμα
γηοχέω
γήπεδον
γηραιός
γηραλέος
γήρανσις
γῆρας
γηράσκω
γηροβοσκέω
γηροβοσκός
γηροκομέω
γηροκομίᾱ
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφος
γήρῡμα
Γηρυόνης
γῆρυς
γηρύω
γήρως
View word page
γηρο-βοσκός
γηρο-βοσκόςοῦmγῆραςβόσκω ref. to a soncarer in old agefor a parentS. E. X.

ShortDef

feeding, tending in old age

Debugging

Headword:
γηροβοσκός
Headword (normalized):
γηροβοσκός
Headword (normalized/stripped):
γηροβοσκος
IDX:
17774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17775
Key:
γηροβοσκός

Data

{'headword_display': '<b>γηρο-βοσκός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γηρο-βοσκός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>γῆρας</Ref><Ref>βόσκω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>ref. to a son</Indic><Tr>carer in old age<Expl>for a parent</Expl></Tr><Au>S. E. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γηροβοσκός'}