Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γηθοσύνη
γηθόσυνος
γήινος
γηλεχής
γήλοφος
γῆμα
γηοχέω
γήπεδον
γηραιός
γηραλέος
γήρανσις
γῆρας
γηράσκω
γηροβοσκέω
γηροβοσκός
γηροκομέω
γηροκομίᾱ
γηροκόμος
γηροτροφέω
γηροτρόφος
γήρῡμα
View word page
γήρανσις
γήρανσιςεωςfγηράσκω process of growing oldageingArist.

ShortDef

a growing old

Debugging

Headword:
γήρανσις
Headword (normalized):
γήρανσις
Headword (normalized/stripped):
γηρανσις
IDX:
17770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17771
Key:
γήρανσις

Data

{'headword_display': '<b>γήρανσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γήρανσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>γηράσκω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>process of growing old</Def><Tr>ageing</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γήρανσις'}