Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτάρ
αὐτάρκεια
αὐταρκέω
αὐτάρκης
αὐταρχέω
αὑτάς
αὖτε
αὐτεῖ
αὐτέκμαγμα
αὐτεπάγγελτος
αὐτεπιτάκτης
αὐτεπιτακτικός
αὐτεπώνυμος
αὐτερέτης
ἀῡτέω
ἀῡτή
αὑτή
αὑτή
αὑτῇ
αὑτηγῑ́
αὐτήκοος
View word page
αὐτ-επιτάκτης
αὐτεπιτάκτηςουmἐπιτάσσω one who is in command independentlyof all otherssole directorPl.

ShortDef

one who rules absolutely

Debugging

Headword:
αὐτεπιτάκτης
Headword (normalized):
αὐτεπιτάκτης
Headword (normalized/stripped):
αυτεπιτακτης
IDX:
1776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1777
Key:
αὐτεπιτάκτης

Data

{'headword_display': '<b>αὐτ-επιτάκτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>αὐτ<hyph/>επιτάκτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἐπιτάσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who is in command independently<Expl>of all others</Expl></Def><Tr>sole director</Tr><Au>Pl.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'αὐτεπιτάκτης'}