Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Γήδειρα
γῄδιον
γῆθεν
γηθέω
γῆθος
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γήινος
γηλεχής
γήλοφος
γῆμα
γηοχέω
γήπεδον
γηραιός
γηραλέος
γήρανσις
γῆρας
γηράσκω
γηροβοσκέω
γηροβοσκός
γηροκομέω
View word page
γῆμα
γῆμαep.aor.seeγαμέω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γῆμα
Headword (normalized):
γῆμα
Headword (normalized/stripped):
γημα
IDX:
17765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17766
Key:
γῆμα

Data

{'headword_display': '<b>γῆμα</b>', 'content': '<XE><RefFm>γῆμα<LblR>ep.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>γαμέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'γῆμα'}