Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γηγενής
Γήδειρα
γῄδιον
γῆθεν
γηθέω
γῆθος
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γήινος
γηλεχής
γήλοφος
γῆμα
γηοχέω
γήπεδον
γηραιός
γηραλέος
γήρανσις
γῆρας
γηράσκω
γηροβοσκέω
γηροβοσκός
View word page
γή-λοφος
γή-λοφοςουmλόφος, reltd.γεώλοφοςhillPl. X.

ShortDef

a hill

Debugging

Headword:
γήλοφος
Headword (normalized):
γήλοφος
Headword (normalized/stripped):
γηλοφος
IDX:
17764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17765
Key:
γήλοφος

Data

{'headword_display': '<b>γή-λοφος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γή-λοφος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>λόφος</Ref>, reltd.<Ref>γεώλοφος</Ref></Ety></HG><nS1><Tr>hill</Tr><Au>Pl. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γήλοφος'}