Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεωργήσιμος
γεωργίᾱ
γεωργικός
γεωργός
γεωρυχέω
γεωτομίη
γῆ
γῆα
γηγενέτᾱς
γηγενής
Γήδειρα
γῄδιον
γῆθεν
γηθέω
γῆθος
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γήινος
γηλεχής
γήλοφος
γῆμα
View word page
Γήδειρα
ΓήδειραIon.n.plseeΓᾱ́δειρα

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Γήδειρα
Headword (normalized):
γήδειρα
Headword (normalized/stripped):
γηδειρα
IDX:
17755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17756
Key:
Γήδειρα

Data

{'headword_display': '<b>Γήδειρα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Γήδειρα</HL><PS>Ion.n.pl</PS></HG><XR>see<Ref>Γᾱ́δειρα</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Γήδειρα'}