Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεωμετρικός
γεωμόρος
γεώπεδον
γεωπείνης
γεωργέω
γεωργήματα
γεωργήσιμος
γεωργίᾱ
γεωργικός
γεωργός
γεωρυχέω
γεωτομίη
γῆ
γῆα
γηγενέτᾱς
γηγενής
Γήδειρα
γῄδιον
γῆθεν
γηθέω
γῆθος
View word page
γεωρυχέω
γεωρυχέωcontr.vbreltd.ὀρύσσω excavate earth dig a tunnelHdt.

ShortDef

to dig in the earth, dig a mine

Debugging

Headword:
γεωρυχέω
Headword (normalized):
γεωρυχέω
Headword (normalized/stripped):
γεωρυχεω
IDX:
17749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17750
Key:
γεωρυχέω

Data

{'headword_display': '<b>γεωρυχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>γεωρυχέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety>reltd.<Ref>ὀρύσσω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>excavate earth</Def> <Tr>dig a tunnel</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'γεωρυχέω'}