Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεώδης
γεώλοφον
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμετρίᾱ
γεωμετρικός
γεωμόρος
γεώπεδον
γεωπείνης
γεωργέω
γεωργήματα
γεωργήσιμος
γεωργίᾱ
γεωργικός
γεωργός
γεωρυχέω
γεωτομίη
γῆ
γῆα
γηγενέτᾱς
γηγενής
View word page
γεωργήματα
γεωργήματατωνn.pl farming activitiesPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεωργήματα
Headword (normalized):
γεωργήματα
Headword (normalized/stripped):
γεωργηματα
IDX:
17744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17745
Key:
γεωργήματα

Data

{'headword_display': '<b>γεωργήματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γεωργήματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>farming activities</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γεωργήματα'}