Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεωδαισίᾱ
γεωδαίτης
γεώδης
γεώλοφον
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμετρίᾱ
γεωμετρικός
γεωμόρος
γεώπεδον
γεωπείνης
γεωργέω
γεωργήματα
γεωργήσιμος
γεωργίᾱ
γεωργικός
γεωργός
γεωρυχέω
γεωτομίη
γῆ
γῆα
View word page
γεω-πείνης
γεω-πείνηςεωIon.masc.adjπείνη of personsshort of landHdt.

ShortDef

poor in land

Debugging

Headword:
γεωπείνης
Headword (normalized):
γεωπείνης
Headword (normalized/stripped):
γεωπεινης
IDX:
17742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17743
Key:
γεωπείνης

Data

{'headword_display': '<b>γεω-πείνης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γεω-πείνης</HL><Infl>εω</Infl><PS>Ion.masc.adj</PS><Ety><Ref>πείνη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>short of land</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'γεωπείνης'}