Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεωγραφίᾱ
γεωδαισίᾱ
γεωδαίτης
γεώδης
γεώλοφον
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμετρίᾱ
γεωμετρικός
γεωμόρος
γεώπεδον
γεωπείνης
γεωργέω
γεωργήματα
γεωργήσιμος
γεωργίᾱ
γεωργικός
γεωργός
γεωρυχέω
γεωτομίη
γῆ
View word page
γεώπεδον
γεώπεδονnseeγήπεδον

ShortDef

portion

Debugging

Headword:
γεώπεδον
Headword (normalized):
γεώπεδον
Headword (normalized/stripped):
γεωπεδον
IDX:
17741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17742
Key:
γεώπεδον

Data

{'headword_display': '<b>γεώπεδον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>γεώπεδον</HL><PS>n</PS></HG><XR>see<Ref>γήπεδον</Ref></XR> </XE>', 'key': 'γεώπεδον'}