Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεφῡροποιέω
γεφῡροποιός
γεφῡρόω
γεφῡρωτής
γεωγραφίᾱ
γεωδαισίᾱ
γεωδαίτης
γεώδης
γεώλοφον
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμετρίᾱ
γεωμετρικός
γεωμόρος
γεώπεδον
γεωπείνης
γεωργέω
γεωργήματα
γεωργήσιμος
γεωργίᾱ
γεωργικός
View word page
γεω-μέτρης
γεω-μέτρηςουmμετρέω one who practises geometrygeometricianPl. X. Arist. Plu.

ShortDef

a land-measurer, geometer

Debugging

Headword:
γεωμέτρης
Headword (normalized):
γεωμέτρης
Headword (normalized/stripped):
γεωμετρης
IDX:
17737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17738
Key:
γεωμέτρης

Data

{'headword_display': '<b>γεω-μέτρης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γεω-μέτρης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>μετρέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who practises geometry</Def><Tr>geometrician</Tr><Au>Pl. X. Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γεωμέτρης'}