Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεφῡρίζω
γεφῡριστής
γεφῡροποιέω
γεφῡροποιός
γεφῡρόω
γεφῡρωτής
γεωγραφίᾱ
γεωδαισίᾱ
γεωδαίτης
γεώδης
γεώλοφον
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμετρίᾱ
γεωμετρικός
γεωμόρος
γεώπεδον
γεωπείνης
γεωργέω
γεωργήματα
γεωργήσιμος
View word page
γεώ-λοφον
γεώ-λοφονουn alsoγεώλοφοςουPlb.mλόφος; reltd. γήλοφοςhillTheoc. Plb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεώλοφον
Headword (normalized):
γεώλοφον
Headword (normalized/stripped):
γεωλοφον
IDX:
17735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17736
Key:
γεώλοφον

Data

{'headword_display': '<b>γεώ-λοφον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γεώ-λοφον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS> <HG2><Lbl>also</Lbl><HL2>γεώλοφος</HL2><Infl>ου<Au>Plb.</Au></Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>λόφος</Ref>; reltd. <Ref>γήλοφος</Ref></Ety></HG2></HG><nS1><Tr>hill</Tr><Au>Theoc. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γεώλοφον'}