Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεύω
γέφῡρα
γεφῡρίζω
γεφῡριστής
γεφῡροποιέω
γεφῡροποιός
γεφῡρόω
γεφῡρωτής
γεωγραφίᾱ
γεωδαισίᾱ
γεωδαίτης
γεώδης
γεώλοφον
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμετρίᾱ
γεωμετρικός
γεωμόρος
γεώπεδον
γεωπείνης
γεωργέω
View word page
γεωδαίτης
γεωδαίτηςουmland surveyorCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεωδαίτης
Headword (normalized):
γεωδαίτης
Headword (normalized/stripped):
γεωδαιτης
IDX:
17733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17734
Key:
γεωδαίτης

Data

{'headword_display': '<b>γεωδαίτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γεωδαίτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>land surveyor</Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γεωδαίτης'}