Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γευστός
γεύω
γέφῡρα
γεφῡρίζω
γεφῡριστής
γεφῡροποιέω
γεφῡροποιός
γεφῡρόω
γεφῡρωτής
γεωγραφίᾱ
γεωδαισίᾱ
γεωδαίτης
γεώδης
γεώλοφον
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμετρίᾱ
γεωμετρικός
γεωμόρος
γεώπεδον
γεωπείνης
View word page
γεωδαισίᾱ
γεωδαισίᾱᾱςfreltd.δαίομαι2 dividing of landland-measurement, surveyingArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεωδαισίᾱ
Headword (normalized):
γεωδαισίᾱ
Headword (normalized/stripped):
γεωδαισια
IDX:
17732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17733
Key:
γεωδαισίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>γεωδαισίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γεωδαισίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety>reltd.<Ref>δαίομαι<Hm>2</Hm></Ref></Ety></HG> <nS1><Def>dividing of land</Def><Tr>land-measurement, surveying</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γεωδαισίᾱ'}