Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεῦμα
γεῦσις
γευστός
γεύω
γέφῡρα
γεφῡρίζω
γεφῡριστής
γεφῡροποιέω
γεφῡροποιός
γεφῡρόω
γεφῡρωτής
γεωγραφίᾱ
γεωδαισίᾱ
γεωδαίτης
γεώδης
γεώλοφον
γεωμετρέω
γεωμέτρης
γεωμετρίᾱ
γεωμετρικός
γεωμόρος
View word page
γεφῡρωτής
γεφῡρωτήςοῦm bridge-builderin an armyPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεφῡρωτής
Headword (normalized):
γεφῡρωτής
Headword (normalized/stripped):
γεφυρωτης
IDX:
17730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17731
Key:
γεφῡρωτής

Data

{'headword_display': '<b>γεφῡρωτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γεφῡρωτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>bridge-builder<Expl>in an army</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γεφῡρωτής'}