Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεροντικός
γερόντιον
γεροντοδιδάσκαλος
Γεροντομανίᾱ
γερουσίᾱ
γερουσιαστής
γερούσιος
γέρρον
γερροφόροι
γέρων
γερωχίᾱ
γεῦμα
γεῦσις
γευστός
γεύω
γέφῡρα
γεφῡρίζω
γεφῡριστής
γεφῡροποιέω
γεφῡροποιός
γεφῡρόω
View word page
γερωχίᾱ
γερωχίᾱLacon.fseeγερουσίᾱ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γερωχίᾱ
Headword (normalized):
γερωχίᾱ
Headword (normalized/stripped):
γερωχια
IDX:
17719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17720
Key:
γερωχίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>γερωχίᾱ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>γερωχίᾱ</HL><PS>Lacon.f</PS></HG><XR>see<Ref>γερουσίᾱ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'γερωχίᾱ'}