Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γερονταγωγέω
γεροντίᾱ
γεροντικός
γερόντιον
γεροντοδιδάσκαλος
Γεροντομανίᾱ
γερουσίᾱ
γερουσιαστής
γερούσιος
γέρρον
γερροφόροι
γέρων
γερωχίᾱ
γεῦμα
γεῦσις
γευστός
γεύω
γέφῡρα
γεφῡρίζω
γεφῡριστής
γεφῡροποιέω
View word page
γερρο-φόροι
γερρο-φόροιωνm.plφέρω troops armed with wicker shieldsPl. X.

ShortDef

a kind of troops that used wicker shields

Debugging

Headword:
γερροφόροι
Headword (normalized):
γερροφόροι
Headword (normalized/stripped):
γερροφοροι
IDX:
17717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17718
Key:
γερροφόροι

Data

{'headword_display': '<b>γερρο-φόροι</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γερρο-φόροι</HL><Infl>ων</Infl><PS>m.pl</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>troops armed with wicker shields</Tr><Au>Pl. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γερροφόροι'}