Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεργέριμος
γέρεα
γερονταγωγέω
γεροντίᾱ
γεροντικός
γερόντιον
γεροντοδιδάσκαλος
Γεροντομανίᾱ
γερουσίᾱ
γερουσιαστής
γερούσιος
γέρρον
γερροφόροι
γέρων
γερωχίᾱ
γεῦμα
γεῦσις
γευστός
γεύω
γέφῡρα
γεφῡρίζω
View word page
γερούσιος
γερούσιοςᾱ ονadjof winereserved for the eldersHom.of an oathtaken by the eldersIl.

ShortDef

for or befitting old men

Debugging

Headword:
γερούσιος
Headword (normalized):
γερούσιος
Headword (normalized/stripped):
γερουσιος
IDX:
17715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17716
Key:
γερούσιος

Data

{'headword_display': '<b>γερούσιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γερούσιος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of wine</Indic><Tr>reserved for the elders</Tr><Au>Hom.</Au><aS2><Indic>of an oath</Indic><Tr>taken by the elders</Tr><Au>Il.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'γερούσιος'}