Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γερασφόρος
γεργέριμος
γέρεα
γερονταγωγέω
γεροντίᾱ
γεροντικός
γερόντιον
γεροντοδιδάσκαλος
Γεροντομανίᾱ
γερουσίᾱ
γερουσιαστής
γερούσιος
γέρρον
γερροφόροι
γέρων
γερωχίᾱ
γεῦμα
γεῦσις
γευστός
γεύω
γέφῡρα
View word page
γερουσιαστής
γερουσιαστήςοῦm senatorat CarthagePlb.

ShortDef

member of a γερουσία

Debugging

Headword:
γερουσιαστής
Headword (normalized):
γερουσιαστής
Headword (normalized/stripped):
γερουσιαστης
IDX:
17714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17715
Key:
γερουσιαστής

Data

{'headword_display': '<b>γερουσιαστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γερουσιαστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>senator<Expl>at Carthage</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γερουσιαστής'}