Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γέρας
γεράσμιος
γερασφόρος
γεργέριμος
γέρεα
γερονταγωγέω
γεροντίᾱ
γεροντικός
γερόντιον
γεροντοδιδάσκαλος
Γεροντομανίᾱ
γερουσίᾱ
γερουσιαστής
γερούσιος
γέρρον
γερροφόροι
γέρων
γερωχίᾱ
γεῦμα
γεῦσις
γευστός
View word page
Γεροντομανίᾱ
ΓεροντομανίᾱᾱςfOld Men's Madnesstitle of a comedyArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Γεροντομανίᾱ
Headword (normalized):
γεροντομανίᾱ
Headword (normalized/stripped):
γεροντομανια
IDX:
17712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17713
Key:
Γεροντομανίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>Γεροντομανίᾱ</b>', 'content': "<NE><HG><HL>Γεροντομανίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>Old Men's Madness<Expl>title of a comedy</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>", 'key': 'Γεροντομανίᾱ'}