Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεραρός
γέρας
γεράσμιος
γερασφόρος
γεργέριμος
γέρεα
γερονταγωγέω
γεροντίᾱ
γεροντικός
γερόντιον
γεροντοδιδάσκαλος
Γεροντομανίᾱ
γερουσίᾱ
γερουσιαστής
γερούσιος
γέρρον
γερροφόροι
γέρων
γερωχίᾱ
γεῦμα
γεῦσις
View word page
γεροντο-διδάσκαλος
γεροντο-διδάσκαλοςουmold man's teacherPl.

ShortDef

an old man's master

Debugging

Headword:
γεροντοδιδάσκαλος
Headword (normalized):
γεροντοδιδάσκαλος
Headword (normalized/stripped):
γεροντοδιδασκαλος
IDX:
17711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17712
Key:
γεροντοδιδάσκαλος

Data

{'headword_display': '<b>γεροντο-διδάσκαλος</b>', 'content': "<NE><HG><HL>γεροντο-διδάσκαλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>old man's teacher</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>", 'key': 'γεροντοδιδάσκαλος'}