Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γερανοβωτίᾱ
γέρανος
γεραός
γεραρός
γέρας
γεράσμιος
γερασφόρος
γεργέριμος
γέρεα
γερονταγωγέω
γεροντίᾱ
γεροντικός
γερόντιον
γεροντοδιδάσκαλος
Γεροντομανίᾱ
γερουσίᾱ
γερουσιαστής
γερούσιος
γέρρον
γερροφόροι
γέρων
View word page
γεροντίᾱ
γεροντίᾱᾱςf Council of Eldersat SpartaX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεροντίᾱ
Headword (normalized):
γεροντίᾱ
Headword (normalized/stripped):
γεροντια
IDX:
17708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17709
Key:
γεροντίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>γεροντίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γεροντίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>Council of Elders<Expl>at Sparta</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γεροντίᾱ'}