Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεράνδρῡον
γερανοβωτίᾱ
γέρανος
γεραός
γεραρός
γέρας
γεράσμιος
γερασφόρος
γεργέριμος
γέρεα
γερονταγωγέω
γεροντίᾱ
γεροντικός
γερόντιον
γεροντοδιδάσκαλος
Γεροντομανίᾱ
γερουσίᾱ
γερουσιαστής
γερούσιος
γέρρον
γερροφόροι
View word page
γερονταγωγέω
γερονταγωγέωcontr.vbγέρωνἀγωγός be an old man's guideS. Ar.

ShortDef

to guide an old man

Debugging

Headword:
γερονταγωγέω
Headword (normalized):
γερονταγωγέω
Headword (normalized/stripped):
γερονταγωγεω
IDX:
17707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17708
Key:
γερονταγωγέω

Data

{'headword_display': '<b>γερονταγωγέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>γερονταγωγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>γέρων</Ref><Ref>ἀγωγός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be an old man's guide</Tr><Au>S. Ar.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'γερονταγωγέω'}