Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεραίρω
γεραίτερος
γεράνδρῡον
γερανοβωτίᾱ
γέρανος
γεραός
γεραρός
γέρας
γεράσμιος
γερασφόρος
γεργέριμος
γέρεα
γερονταγωγέω
γεροντίᾱ
γεροντικός
γερόντιον
γεροντοδιδάσκαλος
Γεροντομανίᾱ
γερουσίᾱ
γερουσιαστής
γερούσιος
View word page
γεργέριμος
γεργέριμοςουfa kind of over-ripe oliveCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεργέριμος
Headword (normalized):
γεργέριμος
Headword (normalized/stripped):
γεργεριμος
IDX:
17705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17706
Key:
γεργέριμος

Data

{'headword_display': '<b>γεργέριμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γεργέριμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Def>a kind of over-ripe olive</Def><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γεργέριμος'}