Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γέντο
γέντο
γένυς
γεραιός
γεραιόφρων
γεραίρω
γεραίτερος
γεράνδρῡον
γερανοβωτίᾱ
γέρανος
γεραός
γεραρός
γέρας
γεράσμιος
γερασφόρος
γεργέριμος
γέρεα
γερονταγωγέω
γεροντίᾱ
γεροντικός
γερόντιον
View word page
γεραός
γεραόςadjseeγεραιός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεραός
Headword (normalized):
γεραός
Headword (normalized/stripped):
γεραος
IDX:
17700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17701
Key:
γεραός

Data

{'headword_display': '<b>γεραός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>γεραός</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>γεραιός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'γεραός'}