Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπόξενος
ἀποξενόω
ἀποξένωσις
ἀποξέω
ἀποξηραίνω
ἀποξυλόομαι
ἀποξῡ́νω
ἀποξυρέω
ἀποξῡστρόομαι
ἀποξῡ́ω
ἀποπάλλομαι
ἀποπαπταίνω
ἀποπατέω
ἀπόπατος
ἀποπαύω
ἀπόπειρα
ἀποπειράομαι
ἀποπέκομαι
ἀποπελεκάω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
View word page
ἀπο-πάλλομαι
ἀποπάλλομαιmid.vb of barley-cornsleap awayfr. a hot surfacePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπάλλομαι
Headword (normalized):
ἀποπάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπαλλομαι
IDX:
176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-177
Key:
ἀποπάλλομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-πάλλομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>πάλλομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of barley-corns</Indic><Tr>leap away<Expl>fr. a hot surface</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποπάλλομαι'}