Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γενόμην
γένος
γέντο
γέντο
γένυς
γεραιός
γεραιόφρων
γεραίρω
γεραίτερος
γεράνδρῡον
γερανοβωτίᾱ
γέρανος
γεραός
γεραρός
γέρας
γεράσμιος
γερασφόρος
γεργέριμος
γέρεα
γερονταγωγέω
γεροντίᾱ
View word page
γερανοβωτίᾱ
γερανοβωτίᾱᾱςfγέρανοςβόσκω crane-rearingPl.or perh. crane-farm

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γερανοβωτίᾱ
Headword (normalized):
γερανοβωτίᾱ
Headword (normalized/stripped):
γερανοβωτια
IDX:
17698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17699
Key:
γερανοβωτίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>γερανοβωτίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γερανοβωτίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>γέρανος</Ref><Ref>βόσκω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>crane-rearing</Tr><Au>Pl.</Au><Extra>or perh. <ital>crane-farm</ital></Extra></nS1></NE>', 'key': 'γερανοβωτίᾱ'}