Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεννικός
γενόμην
γένος
γέντο
γέντο
γένυς
γεραιός
γεραιόφρων
γεραίρω
γεραίτερος
γεράνδρῡον
γερανοβωτίᾱ
γέρανος
γεραός
γεραρός
γέρας
γεράσμιος
γερασφόρος
γεργέριμος
γέρεα
γερονταγωγέω
View word page
γεράν-δρῡον
γεράν-δρῡονουnδρῦς old treetrunkAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεράνδρῡον
Headword (normalized):
γεράνδρῡον
Headword (normalized/stripped):
γερανδρυον
IDX:
17697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17698
Key:
γεράνδρῡον

Data

{'headword_display': '<b>γεράν-δρῡον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γεράν-δρῡον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>δρῦς</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>old tree<or/>trunk</Tr><Au>AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γεράνδρῡον'}