Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεννήτωρ
γεννικός
γενόμην
γένος
γέντο
γέντο
γένυς
γεραιός
γεραιόφρων
γεραίρω
γεραίτερος
γεράνδρῡον
γερανοβωτίᾱ
γέρανος
γεραός
γεραρός
γέρας
γεράσμιος
γερασφόρος
γεργέριμος
γέρεα
View word page
γεραίτερος
γεραίτεροςγεραίτατοςcompar. and superl.adjsee underγεραιός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεραίτερος
Headword (normalized):
γεραίτερος
Headword (normalized/stripped):
γεραιτερος
IDX:
17696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17697
Key:
γεραίτερος

Data

{'headword_display': '<b>γεραίτερος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>γεραίτερος</HL><VL><FmHL>γεραίτατος</FmHL></VL><PS>compar. and superl.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>γεραιός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'γεραίτερος'}