Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεννητής
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γενόμην
γένος
γέντο
γέντο
γένυς
γεραιός
γεραιόφρων
γεραίρω
γεραίτερος
γεράνδρῡον
γερανοβωτίᾱ
γέρανος
γεραός
γεραρός
γέρας
γεράσμιος
γερασφόρος
View word page
γεραιό-φρων
γεραιό-φρωνονοςmasc.fem.adjφρήν old in thoughtmade wise by ageA.cj.

ShortDef

old of mind, sage

Debugging

Headword:
γεραιόφρων
Headword (normalized):
γεραιόφρων
Headword (normalized/stripped):
γεραιοφρων
IDX:
17694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17695
Key:
γεραιόφρων

Data

{'headword_display': '<b>γεραιό-φρων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γεραιό-φρων</HL><Infl>ονος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>φρήν</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>old in thought</Def><Tr>made wise by age</Tr><Au>A.<LblR>cj.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'γεραιόφρων'}