Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γέννησις
γεννῆται
γεννήτειρα
γεννητής
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γενόμην
γένος
γέντο
γέντο
γένυς
γεραιός
γεραιόφρων
γεραίρω
γεραίτερος
γεράνδρῡον
γερανοβωτίᾱ
View word page
γενόμην
γενόμηνep.aor.2 mid.seeγίγνομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γενόμην
Headword (normalized):
γενόμην
Headword (normalized/stripped):
γενομην
IDX:
17688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17689
Key:
γενόμην

Data

{'headword_display': '<b>γενόμην</b>', 'content': '<XE><RefFm>γενόμην<LblR>ep.aor.2 mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>γίγνομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'γενόμην'}