Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γέννατο
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γέννησις
γεννῆται
γεννήτειρα
γεννητής
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γενόμην
γένος
γέντο
γέντο
γένυς
γεραιός
γεραιόφρων
γεραίρω
γεραίτερος
γεράνδρῡον
View word page
γεννικός
γεννικόςή όνadjreltd.γενναῖοςof persons, their charactersexcellent, admirableAr. Pl. Men. γεννικῶςadv boldlyAr.

ShortDef

noble

Debugging

Headword:
γεννικός
Headword (normalized):
γεννικός
Headword (normalized/stripped):
γεννικος
IDX:
17687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17688
Key:
γεννικός

Data

{'headword_display': '<b>γεννικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γεννικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety>reltd.<Ref>γενναῖος</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of persons, their characters</Indic><Tr>excellent, admirable</Tr><Au>Ar. Pl. Men.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>γεννικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>boldly</Tr><Au>Ar.</Au></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'γεννικός'}