Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γεννάδᾱς
γενναιοπρεπῶς
γενναῖος
γενναιότης
γέννατο
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γέννησις
γεννῆται
γεννήτειρα
γεννητής
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γενόμην
γένος
γέντο
γέντο
γένυς
γεραιός
View word page
γεννήτειρα
γεννήτειραᾱςf one who gives birthmotherPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεννήτειρα
Headword (normalized):
γεννήτειρα
Headword (normalized/stripped):
γεννητειρα
IDX:
17683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17684
Key:
γεννήτειρα

Data

{'headword_display': '<b>γεννήτειρα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γεννήτειρα</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>one who gives birth</Def><Tr>mother</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γεννήτειρα'}