Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γένηον
γενῄς
γενήσομαι
γέννα
γεννάδᾱς
γενναιοπρεπῶς
γενναῖος
γενναιότης
γέννατο
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γέννησις
γεννῆται
γεννήτειρα
γεννητής
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γενόμην
γένος
View word page
γεννήεις
γεννήειςεσσα ενadj of sexual organsgenerativeEmp.

ShortDef

generative

Debugging

Headword:
γεννήεις
Headword (normalized):
γεννήεις
Headword (normalized/stripped):
γεννηεις
IDX:
17679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17680
Key:
γεννήεις

Data

{'headword_display': '<b>γεννήεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γεννήεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of sexual organs</Indic><Tr>generative</Tr><Au>Emp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'γεννήεις'}