Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γενηθήσομαι
γένημα
γένηον
γενῄς
γενήσομαι
γέννα
γεννάδᾱς
γενναιοπρεπῶς
γενναῖος
γενναιότης
γέννατο
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γέννησις
γεννῆται
γεννήτειρα
γεννητής
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
View word page
γέννατο
γέννατοAeol.3sg.aor.1 mid.seeγίγνομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γέννατο
Headword (normalized):
γέννατο
Headword (normalized/stripped):
γεννατο
IDX:
17677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17678
Key:
γέννατο

Data

{'headword_display': '<b>γέννατο</b>', 'content': '<XE><RefFm>γέννατο<LblR>Aeol.3sg.aor.1 mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>γίγνομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'γέννατο'}