Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γένεσις
γενέσκετο
γενέτειρα
γενετή
γενέτης
Γενετυλλίς
γενέτωρ
γένευ
γενή
γενηθήσομαι
γένημα
γένηον
γενῄς
γενήσομαι
γέννα
γεννάδᾱς
γενναιοπρεπῶς
γενναῖος
γενναιότης
γέννατο
γεννάω
View word page
γένημα
γένημαατοςn produce, fruitw.gen.of the vine, ref. to wineNT.

ShortDef

produce

Debugging

Headword:
γένημα
Headword (normalized):
γένημα
Headword (normalized/stripped):
γενημα
IDX:
17668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17669
Key:
γένημα

Data

{'headword_display': '<b>γένημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γένημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>produce, fruit<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of the vine, ref. to wine</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γένημα'}