Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γενεᾱλογίᾱ
γενεᾱλογικός
γενεή
γενέθλη
γενέθλιος
γένεθλον
γενειάς
γενειάσδω
γενειάσκω
γενειάω
γενειήτης
γένειον
γενέο
γενέσια
γένεσις
γενέσκετο
γενέτειρα
γενετή
γενέτης
Γενετυλλίς
γενέτωρ
View word page
γενειήτης
γενειήτηςου
dial.γενειήτᾱς
m
epith. of Herakles, Panbearded oneCall. Theoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γενειήτης
Headword (normalized):
γενειήτης
Headword (normalized/stripped):
γενειητης
IDX:
17654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17655
Key:
γενειήτης

Data

{'headword_display': '<b>γενειήτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γενειήτης</HL><Infl>ου</Infl><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>γενειήτᾱς</FmHL><DInfl><FmInfl>ᾱ</FmInfl></DInfl></DL><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>epith. of Herakles, Pan</Indic><Tr>bearded one</Tr><Au>Call. Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γενειήτης'}