Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γελωτοποιίᾱ
γελωτοποιός
γελώων
γεμίζω
γέμος
γέμω
γενάρχᾱς
γενεᾱ́
γενεᾱλογέω
γενεᾱλογίᾱ
γενεᾱλογικός
γενεή
γενέθλη
γενέθλιος
γένεθλον
γενειάς
γενειάσδω
γενειάσκω
γενειάω
γενειήτης
γένειον
View word page
γενεᾱλογικός
γενεᾱλογικόςή όνadjof a method of historical investigationgenealogicalPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γενεᾱλογικός
Headword (normalized):
γενεᾱλογικός
Headword (normalized/stripped):
γενεαλογικος
IDX:
17645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17646
Key:
γενεᾱλογικός

Data

{'headword_display': '<b>γενεᾱλογικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γενεᾱλογικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a method of historical investigation</Indic><Tr>genealogical</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'γενεᾱλογικός'}