Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γελαστής
γελαστός
γελαστύς
γελάω
Γελέων
γελοιάω
γελοῖος
γελόω
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιίᾱ
γελωτοποιός
γελώων
γεμίζω
γέμος
γέμω
γενάρχᾱς
γενεᾱ́
γενεᾱλογέω
γενεᾱλογίᾱ
γενεᾱλογικός
View word page
γελωτοποιίᾱ
γελωτοποιίᾱᾱςf creating laughtermaking jokes, playing the foolX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γελωτοποιίᾱ
Headword (normalized):
γελωτοποιίᾱ
Headword (normalized/stripped):
γελωτοποιια
IDX:
17635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17636
Key:
γελωτοποιίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>γελωτοποιίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γελωτοποιίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>creating laughter</Def><Tr>making jokes, playing the fool</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γελωτοποιίᾱ'}