Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γειτονέω
γειτόνημα
γειτονίᾱ
γείτων
γέλαισα
γελᾱνής
γελᾱνόω
γελασείω
γέλασμα
γελαστής
γελαστός
γελαστύς
γελάω
Γελέων
γελοιάω
γελοῖος
γελόω
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιίᾱ
γελωτοποιός
View word page
γελαστός
γελαστόςή όνadjof actionsfit to be laughed atlaughableOd.dub., v.l. ἀγέλαστος

ShortDef

laughable

Debugging

Headword:
γελαστός
Headword (normalized):
γελαστός
Headword (normalized/stripped):
γελαστος
IDX:
17626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17627
Key:
γελαστός

Data

{'headword_display': '<b>γελαστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γελαστός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of actions</Indic><Def>fit to be laughed at</Def><Tr>laughable</Tr><Au>Od.<LblR>dub., v.l. <Gr>ἀγέλαστος</Gr></LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'γελαστός'}