Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γειτονεύω
γειτονέω
γειτόνημα
γειτονίᾱ
γείτων
γέλαισα
γελᾱνής
γελᾱνόω
γελασείω
γέλασμα
γελαστής
γελαστός
γελαστύς
γελάω
Γελέων
γελοιάω
γελοῖος
γελόω
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιίᾱ
View word page
γελαστής
γελαστήςοῦmone who laughsat anothermockerS.

ShortDef

a laugher, sneerer

Debugging

Headword:
γελαστής
Headword (normalized):
γελαστής
Headword (normalized/stripped):
γελαστης
IDX:
17625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17626
Key:
γελαστής

Data

{'headword_display': '<b>γελαστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γελαστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Def>one who laughs<Expl>at another</Expl></Def><Tr>mocker</Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γελαστής'}