Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γειτνιάω
γειτονεύω
γειτονέω
γειτόνημα
γειτονίᾱ
γείτων
γέλαισα
γελᾱνής
γελᾱνόω
γελασείω
γέλασμα
γελαστής
γελαστός
γελαστύς
γελάω
Γελέων
γελοιάω
γελοῖος
γελόω
γέλως
γελωτοποιέω
View word page
γέλασμα
γέλασμαατοςnγελάω fig.laughter, smile, sparklew.gen.of wavesA.

ShortDef

a laugh

Debugging

Headword:
γέλασμα
Headword (normalized):
γέλασμα
Headword (normalized/stripped):
γελασμα
IDX:
17624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-17625
Key:
γέλασμα

Data

{'headword_display': '<b>γέλασμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γέλασμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>γελάω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>fig.</Indic><Tr>laughter, smile, sparkle<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of waves</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'γέλασμα'}